- περπατώ
- περπατάω / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περπατώ — και περπατάω Ν βλ. περιπατώ … Dictionary of Greek
περπατώ — περπάτησα, περπατήθηκα, περπατημένος, βαδίζω, πεζοπορώ, κάνω περίπατο, βλ. λ. περιπατώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοργοβαίνω — περπατώ γρήγορα … Dictionary of Greek
κυκλοδρομώ — περπατώ σχηματίζοντας κύκλους, κάνω γύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + δρομώ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. παγο δρομώ, σταδιο δρομώ] … Dictionary of Greek
σιγοπερπατώ — περπατώ σιγά: Σιγοπερπατούσαν και κουβέντιαζαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροπερπατώ — ( άω) 1. περπατώ στην άκρη δρόμου, όχθης κ.λπ. 2. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 3. περπατώ αθόρυβα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + περπατώ] … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… … Dictionary of Greek
αιθερεμβατώ — αἰθερεμβατῶ ( έω) (Α) περπατώ στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, ερος + ἐμβατῶ «περπατώ»] … Dictionary of Greek
αλαφροπερπατώ — ( άω) περπατώ ελαφρά, αθόρυβα, αλαφροπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + περπατώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπερπάτητος] … Dictionary of Greek